Ἰουδαῖος — a Jew masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπλανώμενος Ιουδαίος — Πρωταγωνιστής ενός γνωστού μεσαιωνικού θρύλου, που μιλά για έναν Ιουδαίο ονομαζόμενο Αχασβήρο, ο οποίος δεν επέτρεψε στον Ιησού να ακουμπήσει στον τοίχο του σπιτιού του, ενώ μετέφερε με μεγάλη δυσκολία το σταυρό στο Γολγοθά. Κατά το θρύλο, του… … Dictionary of Greek
Ἰουδαῖον — Ἰουδαῖος a Jew masc acc sg Ἰουδαῖος a Jew neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φλάβιος Ιώσηπος — Ιουδαίος ιστορικός. (37 μ.Χ. – ;). Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ, κατά την επικρατέστερη άποψη, και καταγόταν από ιερατική οικογένεια. Είχε πλούσια μόρφωση και ήταν βαθύς γνώστης του ιουδαϊκού νόμου. Mελέτησε επίσης τις ιουδαϊκές αιρέσεις των… … Dictionary of Greek
Χαλεβή, Ιούδας μπεν — Ιουδαίος ποιητής της μεταβιβλικής περιόδου (11ος – 12ος αι.). Γεννήθηκε στην Ισπανική Καστίλη και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Τολέντο. Το σπουδαίο ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από την τελειότητα των μορφών και τον πλούτο των… … Dictionary of Greek
Ἰουδαῖα — Ἰουδαῖος a Jew neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουδαῖαι — Ἰουδαῖος a Jew fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουδαῖε — Ἰουδαῖος a Jew masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἰουδαῖοι — Ἰουδαῖος a Jew masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Enfant juif — Juifs Pour les articles homonymes, voir Juif (homonymie) … Wikipédia en Français