Ιουδαίος

Ιουδαίος
ο, θηλ. -α
(ΑΜ Ἰουδαῑος)
1. αυτός που ανήκει στον ιουδαϊκό λαό, στην ιουδαϊκή κοινότητα
2. φρ. «περιπλανώμενος Ιουδαίος»
α) το μυθ. πρόσωπο Αχασβήρος
β) κάθε άνθρωπος που μετακινείται διαρκώς χωρίς να ησυχάζει και να διαμένει μονίμως κάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. εβρ. Yěhūdhī < εβρ. κύριο όν. Yěhūdhā (Ιούδας, ο γιος τού Ιακώβ και γενάρχης μιας από τις δώδεκα φυλές τού Ισραήλ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἰουδαῖος — a Jew masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλανώμενος Ιουδαίος — Πρωταγωνιστής ενός γνωστού μεσαιωνικού θρύλου, που μιλά για έναν Ιουδαίο ονομαζόμενο Αχασβήρο, ο οποίος δεν επέτρεψε στον Ιησού να ακουμπήσει στον τοίχο του σπιτιού του, ενώ μετέφερε με μεγάλη δυσκολία το σταυρό στο Γολγοθά. Κατά το θρύλο, του… …   Dictionary of Greek

  • Ἰουδαῖον — Ἰουδαῖος a Jew masc acc sg Ἰουδαῖος a Jew neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φλάβιος Ιώσηπος — Ιουδαίος ιστορικός. (37 μ.Χ. – ;). Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ, κατά την επικρατέστερη άποψη, και καταγόταν από ιερατική οικογένεια. Είχε πλούσια μόρφωση και ήταν βαθύς γνώστης του ιουδαϊκού νόμου. Mελέτησε επίσης τις ιουδαϊκές αιρέσεις των… …   Dictionary of Greek

  • Χαλεβή, Ιούδας μπεν — Ιουδαίος ποιητής της μεταβιβλικής περιόδου (11ος – 12ος αι.). Γεννήθηκε στην Ισπανική Καστίλη και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του γιατρού στο Τολέντο. Το σπουδαίο ποιητικό του έργο χαρακτηρίζεται από την τελειότητα των μορφών και τον πλούτο των… …   Dictionary of Greek

  • Ἰουδαῖα — Ἰουδαῖος a Jew neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰουδαῖαι — Ἰουδαῖος a Jew fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰουδαῖε — Ἰουδαῖος a Jew masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰουδαῖοι — Ἰουδαῖος a Jew masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Enfant juif — Juifs Pour les articles homonymes, voir Juif (homonymie) …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”